dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
οπή πετρελαιοπηγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bohrloch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οπή πετρελαιοπηγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ölbohrloch
Ⓦ
Ⓖ
…